πωρικό(ν)

πωρικό(ν)
το, Ν
1. καρπός («η τροφή μου ήτον τα άγρια πωρικά τών δένδρων», Αραβ. Μυθ.)
2. προϊόν, αποτέλεσμα («τα πωρικά, όπου η αγάπη κάνει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πωρικόν, ουδ. τού αρχ. επιθ. ὀπωρικός < ὀπώρα «καρπός, φρούτο» με σίγηση τού αρκτικού -ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αθός — ο ανθός: Αθός του ναι θανατερός, το πωρικό του βλάφτει (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”